- χρωματογράφημα
- το, Ν [χρωματογράφος]χημ. διάγραμμα που λαμβάνεται με τον χρωματογράφο, αλλ. χρωματόγραμμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρωματογραφία — Το σύνολο των μεθόδων, οι οποίες, με την εκμετάλλευση χημικοφυσικών φαινομένων, επιτρέπουν τον διαχωρισμό και την αναγνώριση των διαφόρων συστατικών ενός μείγματος ή ενός διαλύματος. Η πρώτη χρωματογραφική μέθοδος βασιζόταν σε τεχνάσματα, με τα… … Dictionary of Greek
χρωματόγραμμα — το, Ν χημ. το χρωματογράφημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromatogram < χρωματ(ο) (< χρώμα, ατος) + γράμμα] … Dictionary of Greek
Μάρτιν, Άρτσερ Τζον Πόρτερ — (Archer John Porter Martin, Λονδίνο 1910 – 2002). Βρετανός βιοχημικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ το 1932 και άρχισε έρευνα σε εργαστήριο χημείας τροφίμων, εκπονώντας παράλληλα το διδακτορικό του. Από το 1938 ξεκίνησε να… … Dictionary of Greek